ἐπίρρυσις

ἐπίρρυσις
ἐπίρρυσις
means of saving
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επίρρυσις — (I) ἐπίρρυσις, ἡ (Α) [επιρρέω] ροή («ἐάν ἀποτρέψῃς τὴν ἐπίρρυσιν», Ιπποκρ.). (II) ἐπίρρυσις, ἡ (Α) [επιρρύομαι] διαφύλαξη, διάσωση («κατετρίβοντο, μή γινομένης τινὸς ἐπιρρύσεως», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπιρρύσεις — ἐπίρρυσις means of saving fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίρρυσις means of saving fem nom/acc pl (attic) ἐπιρρύζω set aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιρρύζω set fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρύσεσιν — ἐπίρρυσις means of saving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρύσιες — ἐπίρρυσις means of saving fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίρρυσιν — ἐπίρρυσις means of saving fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρύσεως — ἐπιρρύσεω̆ς , ἐπίρρυσις means of saving fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”